λειτούργημα

λειτούργημα
fonction

Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Regardez d'autres dictionnaires:

  • λειτούργημα — performance of a public service neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λειτούργημα — το (AM λειτούργημα) [λειτουργώ] δημόσια υπηρεσία η οποία ασκείται υπέρ τού λαού ή τής πολιτείας νεοελλ. προσφορά υπηρεσίας χρήσιμης στο κοινωνικό σύνολο («το επάγγελμα τού εκπαιδευτικού είναι λειτούργημα») (νεο ελλ. μσν.) το σύνολο τών καθηκόντων …   Dictionary of Greek

  • λειτούργημα — το, ατος έργο που επιτελείται για την ωφέλεια του κοινωνικού συνόλου, δημόσιο αξίωμα: Το επάγγελμα του δικαστή είναι λειτούργημα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λειτουργημάτων — λειτούργημα performance of a public service neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λειτουργήμασι — λειτούργημα performance of a public service neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λειτουργήμασιν — λειτούργημα performance of a public service neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λειτουργήματα — λειτούργημα performance of a public service neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λειτουργήματι — λειτούργημα performance of a public service neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λειτουργήματος — λειτούργημα performance of a public service neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δικηγόρος — Βοηθητικό πρόσωπο της δικαιοσύνης, που κατά τον ελληνικό νόμο έχει την ιδιότητα του άμισθου δημόσιου λειτουργού. Ωστόσο, το καθεστώς της επαγγελματικής του δραστηριότητας τον κατατάσσει, κατά κανόνα, πολύ κοντά στα άλλα ελεύθερα επαγγέλματα. Στη… …   Dictionary of Greek

  • επίτροπος — Το πρόσωπο που έχει αναλάβει τη διαχείριση των συμφερόντων άλλου προσώπου ή φορέα. Πρόκειται για τιμητικό λειτούργημα, συνήθως άμισθο. Ο ε. διαθέτει την εξουσία, συνήθως προσωρινή, για την εκτέλεση καθηκόντων που αφορούν τις υποθέσεις τρίτου,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”